- ιπνοπλάστης
- ἰπνοπλάστης, ὁ (Α)ιπνοπλάθος*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰπνός + πλάστης (< πλάσσω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰπνοπλάστης — oven maker masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιπνός — ἰπνός, ὁ (ΑΜ) κλίβανος, φούρνος, καμίνι («ὅτι ἐπὶ ψυχρὸν τὸν ἰπνὸν Περίανδρος τοὺς ἄρτους ἐπέβαλε», Ηρόδ.) αρχ. 1. κυρίως ο κλίβανος με τον οποίο θέρμαιναν το νερό στα βαλανεία (λουτρά) και συνεκδ. ο χώρος στον οποίο βρισκόταν ο κλίβανος, το… … Dictionary of Greek